Ο εραστής της Διοτίμας και η ´”Αγία Τριάδα” του γερμανικού πολιτισμού.
Εσείς ψυχροί υποκριτές, καθόλου για τους Θεούς δεν μιλάτε!
Έχετε γνώση! Μα δεν πιστεύετε στον Ήλιο,
μήτε στον Αρχικέραυνο, μήτε στον Ποσειδώνα·
νεκρή είν’ η γη και ποιος θα την ευχαριστήσει;—
Αχ θεοί μου! Ακόμα σας αρέσουν τα τραγούδια,
κι όταν από τ’ όνομά σας λείπει η ψυχή,
και μια σπουδαία λέξη είν’ απαραίτητη.
Μητέρα Φύση! έτσι σας επικαλούνται.
Οι υποκριτές ποιητές –Χέλντερλιν
Η “Αγία Τριάδα” του γερμανικού πολιτισμού:
Χαί(έ)λντερλιν, Φρίντριχ Σίλερ,ο Γκαίτε·
είχαν κάτι κοινό, την αχαλίνωτη αγάπη τους, τον διοτιμικό τους έρωτα για την αρχαία Ελλάδα.
Το 1793, ο Χαί(έ)λντερλιν, αν και είχε γράψει πολλά ποιήματα, παρέμενε ακόμη άσημος. Έχοντας εγκαταλείψει τα γερμανικά στιχουργικά μέτρα, κι έχοντας υιοθετήσει αρχαιοελληνικα μέτρα στην ποίησή του, στράφηκε πλέον σε λεπτομερή επιμέλεια των ποιημάτων του, γεγονός που οφείλεται σε σταδιακή αναθεώρηση της άποψής του για τη γλώσσα, την οποία άρχισε να βλέπει ως μέγα κοσμογονικό βίωμα. Σημαντική για την ποιητική του εξέλιξη ήταν η γνωριμία του με τον Φρίντριχ Σίλερ, ο οποίος βοήθησε τον Χαίλντερλιν στη σταδιοδρομία του, εξασφαλίζοντάς του θέση οικοδιδασκάλου στο σπίτι της πρώην ερωμένης του Σαρλόττας φον Καλμπ (Charlotte von Kalb). Την ίδια εποχή, ο Σίλερ συναντούσε στην Ιένα τον Γκαίτε· ο Χαίλντερλιν ήταν παρών, συχνάζοντας στο σπίτι του Σίλερ. Όπως αναφέρεται, μάλιστα, σε γράμμα προς το φίλο του Κρίστιαν Λούντβιχ Νόιφερ, ο Σίλερ του σύστησε κάποια μέρα «έναν ξένο», αλλά ο Χαίλντερλιν δεν ξεχώρισε το όνομά του:
«Ψυχρά, σχεδόν χωρίς να τον κοιτάξω, τον χαιρέτησα, και ήμουν, εσωτερικά και εξωτερικά, απασχολημένος μόνο με τον Σίλερ. Ο ξένος, για πολλή ώρα, δεν είπε λέξη. Ο Σίλερ έφερε τη Θάλεια, όπου είχε τυπωθεί ένα απόσπασμα από τον Υπερίωνα, και το ποίημά μου για το Πεπρωμένο (an das Schicksaal), και μας έδωσε το τεύχος. Όταν ο Σίλερ, μια στιγμή αργότερα, απομακρύνθηκε, ο ξένος πήρε το περιοδικό από το τραπέζι, όπου στεκόμουνα, ξεφύλλισε πλάι μου το Απόσπασμα και δεν είπε λέξη. Αισθάνθηκα να γίνομαι ολοκόκκινος. Αν γνώριζα ό,τι γνωρίζω τώρα, θα γινόμουν χλωμός σαν πτώμα…»
Ο «ξένος» αυτός ήταν ο Γκαίτε.
Γνωριμία με τη «Διοτίμα»
Τον Ιανουάριο του 1795 ο Χαίλντερλιν αποφασίζει να σταματήσει τα μαθήματα στον γιο της Σαρλόττας φον Καλμπ. Ετσι, στα τέλη Μαΐου φεύγει από την Ιένη και επιστρέφει στο Νύρτινγκεν, στη μητέρα του, μόνο όμως για να ξαναφύγει το 1794 για τη Φραγκφούρτη. Τον Ιανουάριο του επόμενου έτους πραγματοποιείται ένα γεγονός-ορόσημο για τη ζωή και την ποίηση του Χαίλντερλιν: η γνωριμία με τη Σουζέττε Γκόνταρτ, στο σπίτι της οποίας εργάστηκε ως οικοδιδάσκαλος. Παρόλο που ήταν παντρεμένη με τον Γιάκομπ Φρήντριχ Γκόνταρτ, ο Χαίλντερλιν ερωτεύτηκε με ιδιότυπο τρόπο τη Σουζέττε. Η τελευταία θα γινόταν για το Χαίλντερλιν σύμβολο του μεγάλου και κοσμογονικού μυστικού του έρωτα, του μέλλοντος του ανθρώπινου γένους έπειτα από το Ρομαντισμό, αλλά και ταυτόχρονα μια απτή ανθρώπινη ύπαρξη. Στον Υπερίωνα της δίνει μάλιστα το προσωνύμιο «Διοτίμα», όπως η ιέρεια στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα. Παρόλο που το ίνδαλμα της εξιδανικευμένης ποιητικής μορφής της «Διοτίμας» είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του στην ποίηση του Χαίλντερλιν πριν ακόμη γνωρίσει τη Σουζέττε Γκόνταρτ, εντούτοις ήταν αυτή που το έκανε να ωριμάσει μέσα του.
Την ίδια περίοδο γνώρισε και τον Βίλχελμ Χάινσε, συγγραφέα του μυθιστορήματος Αρτινγκέλλο και τα ευδαίμονα νησιά, ο οποίος διατηρούσε στενή σχέση με την οικογένεια και στον οποίο θα αφιέρωνε αργότερα το ποίημα «Άρτος και Οίνος» («Brod und Wein»). Ο Χάινσε παγίωσε μέσα του την αγάπη για την Ελλάδα, ενώ τον βοήθησε να απεγκλωβίσει την οπτική του από τις επίκαιρες επαναστατικές ιδέες.
Τον Ιούλιο του 1796 η Σουζέττε εγκαταλείπει τη Φραγκφούρτη, συνοδευόμενη από τα παιδιά της, καθώς και τους Χαίλντερλιν και Χάινσε. Μαζί παρέμειναν για λίγο καιρό στο Κάσσελ και περισσότερο στο Ντρίμπουργκ της Βεστφαλίας. Το ταξίδι αυτό βοήθησε τον ποιητή να αλλάξει τον τρόπο θέασης του ιστορικού γίγνεσθαι, αποβάλλοντας το προσωπείο του ρομαντικού επαναστάτη, για να ενατενίσει νηφάλια τον κόσμο και τον χρόνο· η «επανάσταση» έγινε για τον ίδιο μέγα εσωτερικό βίωμα, ανίκανο να χωρέσει στο Παρόν. Με τη μεταστροφή αυτή δεν είναι άσχετο και το γεγονός της αυτοκτονίας του φίλου του από τα χρόνια στην Τυβίγγη Γκότχολτ Στόιντλιν. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του σε επιστολή του προς τον ετεροθαλή του αδελφό τον Οκτώβριο του 1796:
«Όταν θα με ξαναδείς, θα με βρεις λιγότερο στο επαναστατικό καθεστώς… Εδώ και λίγο καιρό, είμαι πολύ σιωπηλός (sehr stille) απέναντι των όσων συμβαίνουν γύρω μας.».
Το Σεπτέμβριο του 1798, ο Χαίλντερλιν ξαφνικά εγκατέλειψε την οικία των Γκόνταρτ στη Φραγκφούρτη, λόγω ζήλειας του συζύγου απέναντι στο πρόσωπό του και υποψίας ερωτικής σχέσης του Χαίλντερλιν με τη Σουζέττε. Είναι γενικά άγνωστο αν προκλήθηκε κάποιο επεισόδιο που ανάγκασε τον ποιητή να φύγει, ωστόσο είναι φανερό πως η στάση του συζύγου απέναντι στον οικοδιδάσκαλο άλλαξε άρδην. Ύστερα από συμβουλή του φίλου του Ισαάκ φον Σίνκλαιρ, ο Χαίλντερλιν νοίκιασε σπίτι στο Χόμπουργκ, ενώ τους επόμενους μήνες πραγματοποίησε συναντήσεις με τη Σουζέττε, η οποία, συντετριμμένη από τον απότομο αποχωρισμό τους, του πρότεινε να κρατήσουν μυστική αλληλογραφία, κάτι το οποίο τελικά και συνέβη. Διατήρησαν αλληλογραφία που αντάλλασσαν μέσω ενός φράχτη στο κτήμα Άντλερφλύχτχεν, μέχρι τον Μάιο του 1800, οπότε, αποφασίζοντας να είναι αυτή η τελευταία τους συνάντηση, αποχωρίζονται για πάντα.
Αυτές είναι οι τελευταίες φράσεις που έγραψε βιαστικά η Σουζέττε προς το Χαίλντερλιν. Στις 22 Ιουνίου 1802, τρία χρόνια μετά την έκδοση του β΄ μέρους του Υπερίωνα, η Σουζέττε Γκόνταρτ έφυγε από τον κόσμο, σε ηλικία 33 ετών, από φυματίωση. Η είδηση του θανάτου της θα προκαλούσε τα πρώτα σημάδια κλονισμού της διανοητικής ισορροπίας του Χαίλντερλιν.
Τα χρόνια της παραφροσύνης
Το Σεπτέμβριο του 1806 ο Ισαάκ φον Σίνκλαιρ αναγκάστηκε να μεταφέρει τον Χαίλντερλιν σε φρενολογική κλινική στην Τυβίγγη. Είχε προ πολλού αρχίσει να παρουσιάζει παροξυσμούς, αλλά η υγεία του έβαινε προς το καλύτερο. Έτσι, η θεραπεία στο φρενοκομείο ήταν μάλλον επιβλαβής για τον ίδιο, και θα ήταν ακόμη περισσότερο αν ένας συχνός του επισκέπτης στην κλινική, ο Ερνστ Τσίμμερ (Ernst Zimmer), δεν λάμβανε την πρωτοβουλία, το καλοκαίρι του 1807, να τον περιθάλψει στο σπίτι του. Ο Χαίλντερλιν έμεινε με τον Τσίμμερ, ο οποίος φρόντιζε παράλληλα να πληροφορεί τη μητέρα του ποιητή για την κατάστασή του, άλλα 36 χρόνια, μέχρι το θάνατό του το 1843.
Διοτίμα μου,
Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα- βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης.
Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι.
Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού.
Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτό το έγκλημα με σκοτώνει.
Να φροντίσεις να κλείσεις με τα χέρια σου τα μάτια της γιαγιάς Πολυτίμης, όταν πεθάνει. Αγάπησα πολλούς ανθρώπους. Αλλά περισσότερο τρεις. Το φίλο μου Αντώνη Δανασσή, τον αδερφοποιτό μου Δημήτρη Τρομπουκη, και τον Παναγιώταρο το συγγενή μου, γιο και πατέρα του Ηρακλή.
Κάποια στοιχεία από το αρχείο μου το κρατά ως ιδιοκτησία ο Ηλίας Αναγνώστου.
Να αγαπάς τη μανούλα ως την τελευταία της ώρα. Υπήρξε ένας υπέροχος άνθρωπος για μένα, για σένα, και για τους άλλους. Όμως γεννήθηκε με μοίρα. Γιατί της ορίστηκε το σπάνιο, να λάβει σύντροφο στη ζωή της όχι απλά έναν άντρα, αλλά τον ποταμό και τον άνεμο. Το γράμμα του αποχαιρετισμού που της έγραψα το παίρνω μαζί μου.
Σας αφήνω εσένα, τη μανούλα και το Διγενή*, το σπίτι μου δηλαδή, που του στάθηκα στύλος και στέμμα, Γκέμμα πες, σε υψηλούς βαθμούς ποιότητας και τάξης. Στην μεγαλύτερη δυνατή αρνητική εντροπία. Να σώζετε αυτή τη σωφροσύνη και αυτή την τιμή. Θα δοκιμάσω να πορευτώ τον ακριβό θάνατο του Οιδίποδα. Αν όμως δεν αντέξω να υψωθώ στην ανδρεία που αξιώνει αυτός ο τρόπος, και ευρεθεί ο νεκρός μου σε τόπο όχι ασφαλή, να φροντίσεις με τη μανούλα και το Διγενή*, να τον κάψετε σε ένα αποτεφρωτήριο της Ευρώπης.
Έζησα έρημος και ισχυρός.
Λιαντίνης
Τη μέρα που θα πέσω έδωσα εντολή
να στεφανωθούν οι μορφές**
Σολωμού στη Ζάκυνθο κ’ Λυκούργου
στη Σπάρτη.
* Διγενής: γαμπρός του Δ. Λιαντίνη εκείνη την εποχή.
** Οι μορφές στεφανώθηκαν στις 3/6/1998.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου